γραντί

γραντί
το
1. το χοντρό σκοινί το οποίο ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα
2. φρ. α) «κάτω γραντί» — το χοντρό σκοινί με τα μολύβια με το οποίο αρματώνεται το κάτω μέρος τού σάκου τής τράτας
β) «πάνω γραντί» — το ψιλό σκοινί με τους φελλούς στο πάνω μέρος τού σάκου τής τράτας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγραντολόγιστος — και αγραντολόιστος, η, ο [γραντολογώ] 1. (κυρίως για τα ιστία πλοίου) αυτό που δεν έχει ραφτεί γύρο γύρο με γραντί (δηλ. σχοινί), ώστε να αντέχει, να μη σκίζεται, να μην ξεφτίζει 2. αυτός που είναι άσχημα ντυμένος, κακοντυμένος, ασουλούπωτος 3.… …   Dictionary of Greek

  • λώμα — το (AM λώμα, ατος) νεοελλ. ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να τό ενισχύσει και να τό προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί μσν. κλωστή, νήμα αρχ. 1. το κράσπεδο, η άκρη τού ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”